-
1 ἔνδιος
ἔνδιος, ον,A at midday, at noon (butἔνδιον τὸ δειλινόν Plu.2.726e
), ἔνδιος δ' ὁ γέρων ἦλθ' Od.4.450;ἔνδιοι ἱκόμεσθα Il.11.726
;ποιμένας ἐνδίους πεφυλαγμένος Theoc.16.95
;ἔνδῑον Κυνὸς ἄσθμα AP10.12
;ἄλκαρ ἴδεος ἐνδίοιο Call.Fr. 124
;ἔνδῐον ἦμαρ ἔην A.R.4.1312
; but also ἐνδίοις· ὀρθρίνοις ( ὀρθηνίοις cod.), Hsch.II Subst. ἔνδιον, τό, noon,ποτὶ τὤνδιον Call.Cer.39
(also in masc.,δείελος ἀλλ' ἢ νὺξ ἢ ἔνδιος ἢ ἔσετ' ἠώς Id.Hec.1.4.1
).
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский